αμπέχονο

αμπέχονο
Είδος αρχαίου μανδύα, μετρίου μεγέθους. Αναφέρεται από συγγραφείς, καθώς και σε επιγραφές και ιδιαίτερα σε καταλόγους αφιερωμάτων στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, στην ακρόπολη της Αθήνας. Παραλλαγή του ήταν το αμπεχόνιο, πιο μικρό και πιο ελαφρύ. Στους νεότερους χρόνους, α. ονομαζόταν ένα μάλλινο ή λινό στρατιωτικό ένδυμα με σκούρο μπλε χρώμα, το οποίο φορούσαν οι στρατιώτες του πεζικού και του ιππικού. Το α. ήταν αρκετά κοντό και γι’ αυτό κρίθηκε ακατάλληλο για εκστρατευτικές και άλλες στρατιωτικές ανάγκες. Αντικαταστάθηκε το 1909 από το χιτώνιο, με την αλλαγή της ενδυμασίας του ελληνικού στρατού και την εισαγωγή του χακί.
* * *
το (Α ἀμπέχονον)
νεοελλ.
παλαιότερα χιτώνιο στρατιωτικής στολής, ιδιαίτερα τών οπλιτών, πολύ εφαρμοστό και με πολλά κουμπιά
αρχ.
η αμπεχόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος, κατά το γένος, τύπος του αρχ. ἀμπεχόνη*
το ουδ. γένος πιθ. κατά το ένδυμα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμπέχονο — το το χιτώνιο της στρατιωτικής στολής: Το αμπέχονο άλλοτε ήταν πολύ εφαρμοστό στο σώμα και με πολλά κουμπιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπταμικτόριον — λεπταμικτόριον, τὸ (Α) λεπτό γιλέκο, λεπτό αμπέχονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + αμικτόριον (< λατ. amictorium «αμπέχονο»)] …   Dictionary of Greek

  • αμπεχόνη — ἀμπεχόνη, η (Α) 1. λεπτός επενδύτης ή εσθήτα που φορούσαν οι γυναίκες ή θηλυπρεπείς άντρες 2. ενδυμασία, ενδύματα 3. (στον πληθυντικό) αἱ ἀμπεχόναι τρόποι ντυσίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέχω + όνη* (πρβλ. πείρω περόνη, ἄγχω ἀγχόνη, ἄκαινα ἀκόνη,… …   Dictionary of Greek

  • χιτώνιο — το / χιτώνιον, ΝΜΑ [χιτών] (στην αρχαιότητα) (ως υποκορ. τ. τού χιτών) κοντός χιτώνας νεοελλ. 1. στρ. το στρατιωτικό αμπέχονο 2. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων 3. φρ. «χιτώνιο πυροβόλου» στρ. πρόσθετος κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο περιβάλλεται …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — ο 1. ρούχο των αρχαίων. 2. το «αμπέχονο» των στρατιωτικών. 3. φρ., «χιτώνιο πυροβόλου», πρόσθετος κυλιντρικός σωλήνας που περιβάλλει το πίσω μέρος του σωλήνα του πυροβόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”